- εμπειροτεχνία
- η специализация, обладание специальными знаниями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπειροτεχνία — η η ιδιότητα ή ικανότητα τού εμπειροτέχνη … Dictionary of Greek
εμπειροτεχνία — η η ιδιότητα και η ικανότητα του εμπειροτέχνη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)